- -ισσα
- (ΑΜ -ισσα)αρχικά < *-ik-yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ-yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ-yα). Η κατάλ. -ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας (πρβλ. βασίλ-ισσα κατά το άνασσα) είτε ως προϊόν παρεμφερών φωνητικών διαδικασιών (πρβλ. μέλισσα < *μέλιτ-yα). Στη συνέχεια η αναλογική επέκταση τής κατάλ. υπήρξε ραγδαία, αρχικά σε νέα εθνικά θηλ. ονόματα (πρβλ. Αντιόχ-ισσα, Γαλάτ-ισσα, Καπαδόκ-ισσα, Μακεδόν-ισσα, Σινώπ-ισσα, ακόμη και Φοινίκ-ισσα) και κατόπιν και σε προσηγορικά (πρβλ. βαλάν-ισσα «διευθύντρια λουτρών», γειτόν-ισσα, μαγείρ-ισσα). Η κατάλ. εξακολούθησε να είναι παραγωγική στη Μεσαιωνική και στη Νέα Ελληνική. Τα προσηγορικά σε -ισσα δήλωσαν κυρίως επαγγέλματα (πρβλ. μσν. γεώργ-ισσα, νεοελλ. δασκάλ-ισσα, μανάβ-ισσα, ταβερνιάρ-ισσα, φουρνάρ-ισσα), αξιώματα και τίτλους (πρβλ. αρχόντ-ισσα, ηγουμέν-ισσα, κόμ-ισσα, πριγκίπ-ισσα) και χαρακτηρισμούς κ.τ.ό. (πρβλ. ενορίτ-ισσα, μάγ-ισσα, μαστόρ-ισσα, συντρόφ-ισσα, φόν-ισσα), ενώ απαντούν και ορισμένα με τη σημασία «σύζυγος τού» (πρβλ. μσν. στρατήγ-ισσα, νεοελλ. καπετάν-ισσα). Πολύ συνηθισμένα είναι και τα νεοελλ. εθνικά σε -ισσα (πρβλ. Βολιώτ-ισσα, Γύφτ-ισσα, Μανιάτ-ισσα, Μεσολογγίτ-ισσα, Ρεθυμνιώτ-ισσα, Χανιώτ-ισσα, ακόμη και Αϊγιανιώτ-ισσα). Υπάρχουν επίσης αρκετά θηλυκά σε -ισσα από θέματα δάνειων λ. (πρβλ. μπέ-ισσα, χανούμ-ισσα).Παραδείγματα θηλ. ονομάτων σε -ισσα: βασίλισσα, γειτόνισσα, διακόνισσα, ηρώισσα, μέλισσααρχ.αρτοκόπισσα, ελαιούργισσα, θεάγισσα, ιέρισσα, καλλιγράφισσα, λαμπαδάρχισσα, οικονόμισσα, πανδόκισσα, ταριχοπράτισσα, φυλάκισσα, ψακάδισσανεοελλ.αγρότισσα, αλήτισσα, αριστοκράτισσα, γιάτρισσα, επαναστάτισσα, καραβοκύρισσα, λεβέντισσα, νοικάρισσα, πελάτισσα, ρήγισσα, τσοπάνισσα, χανούμισσα.
Dictionary of Greek. 2013.